Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπη
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγαπώντως
ἀγάρροος
ἀγάστονος
ἀγαστός
ἀγαυός
ἀγαυρός
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊος
View word page
ἀγαπητέος
ἀγαπητέος verb. adj. of ἀγαπάω to be loved, desired, Plat.

ShortDef

to be loved, desired

Debugging

Headword:
ἀγαπητέος
Headword (normalized):
ἀγαπητέος
Headword (normalized/stripped):
αγαπητεος
IDX:
109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n109
Key:
a)gaphte/os

Data

{'content': 'ἀγαπητέος\n verb. adj. of ἀγαπάω\n to be loved, desired, Plat.', 'key': 'a)gaphte/os'}