Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐναποδείκνυμαι
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκλάω
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπονίζω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποσημαίνω
ἐναποτίνω
ἐναποψύχω
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
Ἐνάρεες
ἐναρηφόρος
ἐναριθμέω
ἐναρίζω
View word page
ἐναποσημαίνω
ἐναποσημαίνω fut. ανῶ to indicate or point out in, Plut.

ShortDef

to indicate

Debugging

Headword:
ἐναποσημαίνω
Headword (normalized):
ἐναποσημαίνω
Headword (normalized/stripped):
εναποσημαινω
IDX:
10894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10897
Key:
e)naposhmai/nw

Data

{'content': 'ἐναποσημαίνω\n fut. ανῶ\n to indicate or point out in, Plut.', 'key': 'e)naposhmai/nw'}