Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἔναντι
ἐναντίωμα
ἐναντίωσις
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκλάω
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπονίζω
ἐναποπνέω
ἐναποπνίγω
ἐναποσημαίνω
ἐναποτίνω
ἐναποψύχω
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐναραρίσκω
View word page
ἐναπόλλυμαι
ἐναπόλλυμαι fut. -απολοῦμαι Pass. to perish in a place, c. dat., Xen.
ShortDef
to perish in
Debugging
Headword:
ἐναπόλλυμαι
Headword (normalized):
ἐναπόλλυμαι
Headword (normalized/stripped):
εναπολλυμαι
IDX:
10889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10892
Key:
e)napo/llumai
Data
{'content': 'ἐναπόλλυμαι\n fut. -απολοῦμαι\n Pass. to perish in a place, c. dat., Xen.', 'key': 'e)napo/llumai'}