Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐναμβλύνω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναντα
ἐναντίβιος
ἐναντίον
ἐναντιόομαι
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἔναντι
ἐναντίωμα
ἐναντίωσις
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκλάω
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπονίζω
ἐναποπνέω
View word page
ἐναντίωμα
ἐναντίωμα ἐναντίωμα, ατος, τό, ἐναντιόομαι an obstacle, hindrance, Thuc., Dem. a contradiction, discrepancy, Plat.

ShortDef

an obstacle, hindrance

Debugging

Headword:
ἐναντίωμα
Headword (normalized):
ἐναντίωμα
Headword (normalized/stripped):
εναντιωμα
IDX:
10882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10885
Key:
e)nanti/wma

Data

{'content': 'ἐναντίωμα\n ἐναντίωμα, ατος, τό,\n ἐναντιόομαι\n an obstacle, hindrance, Thuc., Dem.\n a contradiction, discrepancy, Plat.', 'key': 'e)nanti/wma'}