Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐνάλιος
ἐναλλάξ
ἐναλλάσσω
ἐνάλλομαι
ἔναλλος
ἔναλος
ἐναμβλύνω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναντα
ἐναντίβιος
ἐναντίον
ἐναντιόομαι
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἔναντι
ἐναντίωμα
ἐναντίωσις
View word page
ἐναμέλγω
ἐναμέλγω fut. ξω to milk into, γαυλοῖς Od.
ShortDef
to milk into
Debugging
Headword:
ἐναμέλγω
Headword (normalized):
ἐναμέλγω
Headword (normalized/stripped):
εναμελγω
IDX:
10873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10876
Key:
e)name/lgw
Data
{'content': 'ἐναμέλγω\n fut. ξω\n to milk into, γαυλοῖς Od.', 'key': 'e)name/lgw'}