Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐναίσιος
ἐναιχμάζω
ἐναιωρέομαι
ἐνάκις
ἐνακισχίλιοι
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐνάλιος
ἐναλλάξ
ἐναλλάσσω
ἐνάλλομαι
ἔναλλος
ἔναλος
ἐναμβλύνω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναντα
ἐναντίβιος
View word page
ἐνάλιος
ἐνάλιος ἐν-άλιος (ᾰ), α, ον εἰν- poet. ἅλς in, on, of the sea, Lat. marinus, Od., Aesch., etc.; ἐν. λεώς sea men, Soph.; πόντου εἰναλία φύσις, i. e. fish, Soph.

ShortDef

in, on, of the sea

Debugging

Headword:
ἐνάλιος
Headword (normalized):
ἐνάλιος
Headword (normalized/stripped):
εναλιος
IDX:
10866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10869
Key:
e)na/lios

Data

{'content': 'ἐνάλιος\n ἐν-άλιος (ᾰ), α, ον\n εἰν- poet.\n ἅλς\n in, on, of the sea, Lat. marinus, Od., Aesch., etc.; ἐν. λεώς sea men, Soph.; πόντου εἰναλία φύσις, i. e. fish, Soph.', 'key': 'e)na/lios'}