Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμφανίζω
ἐμφέρβομαι
ἐμφέρεια
ἐμφερής
ἐμφέρω
ἐμφεύγω
ἐμφιλοχωρέω
ἐμφλέγω
ἔμφλοξ
ἔμφοβος
ἐμφορβιόομαι
ἐμφορέω
ἐμφράσσω
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
ἐμφύλιος
ἔμφυλος
ἐμφυσάω
ἐμφυσιόω
ἔμφυτος
View word page
ἐμφορβιόομαι
ἐμφορβιόομαι ἐν, φορβεία Pass. to have the mouth-band on, Ar.
ShortDef
to have the mouth-band on
Debugging
Headword:
ἐμφορβιόομαι
Headword (normalized):
ἐμφορβιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εμφορβιοομαι
IDX:
10823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10826
Key:
e)mforbio/omai
Data
{'content': 'ἐμφορβιόομαι\n ἐν, φορβεία\n Pass. to have the mouth-band on, Ar.', 'key': 'e)mforbio/omai'}