Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμπυρος
ἐμφαγεῖν
ἐμφαίνω
ἐμφανής
ἐμφανίζω
ἐμφέρβομαι
ἐμφέρεια
ἐμφερής
ἐμφέρω
ἐμφεύγω
ἐμφιλοχωρέω
ἐμφλέγω
ἔμφλοξ
ἔμφοβος
ἐμφορβιόομαι
ἐμφορέω
ἐμφράσσω
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
ἐμφύλιος
View word page
ἐμφιλοχωρέω
ἐμφιλοχωρέω fut. ήσω ἐν to be fond of dwelling in, to dwell in, τῇ μνήμῃ Luc.
ShortDef
to be fond of dwelling in, to dwell in
Debugging
Headword:
ἐμφιλοχωρέω
Headword (normalized):
ἐμφιλοχωρέω
Headword (normalized/stripped):
εμφιλοχωρεω
IDX:
10819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10822
Key:
e)mfiloxwre/w
Data
{'content': 'ἐμφιλοχωρέω\n fut. ήσω\n ἐν\n to be fond of dwelling in, to dwell in, τῇ μνήμῃ Luc.', 'key': 'e)mfiloxwre/w'}