Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάω
Ἔμπουσα
ἔμπρακτος
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρίω
ἔμπροθεν
ἐμπρόθεσμος
ἔμπροσθεν
ἐμπρόσθιος
ἐμπτύω
ἐμπυκάζω
ἔμπυος
ἐμπυρεύω
View word page
ἐμπρήθω
ἐμπρήθω fut. σω ἐν to blow up, inflate, Il.:—Pass., ἐμπεπρημένη ὗς a bloated sow, Ar. = ἐμπίπρημι, to burn, Il.
ShortDef
to blow up, inflate
Debugging
Headword:
ἐμπρήθω
Headword (normalized):
ἐμπρήθω
Headword (normalized/stripped):
εμπρηθω
IDX:
10797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10800
Key:
e)mprh/qw
Data
{'content': 'ἐμπρήθω\n fut. σω\n ἐν\n to blow up, inflate, Il.:—Pass., ἐμπεπρημένη ὗς a bloated sow, Ar.\n = ἐμπίπρημι, to burn, Il.', 'key': 'e)mprh/qw'}