Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάω
Ἔμπουσα
ἔμπρακτος
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρίω
ἔμπροθεν
ἐμπρόθεσμος
ἔμπροσθεν
ἐμπρόσθιος
View word page
ἐμπορπάω
ἐμπορπάω Ionic -έω fut. ήσω ἐν to fasten with a broochPass., εἵματα ἐνεπορπέατο (Ionic for -hnto) they wore garments fastened with a brooch, Hdt.
ShortDef
to fasten with a brooch
Debugging
Headword:
ἐμπορπάω
Headword (normalized):
ἐμπορπάω
Headword (normalized/stripped):
εμπορπαω
IDX:
10793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10796
Key:
e)mporpa/w
Data
{'content': 'ἐμπορπάω\n Ionic -έω\n fut. ήσω\n ἐν\n to fasten with a broochPass., εἵματα ἐνεπορπέατο (Ionic for -hnto) they wore garments fastened with a brooch, Hdt.', 'key': 'e)mporpa/w'}