Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάω
Ἔμπουσα
ἔμπρακτος
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρίω
ἔμπροθεν
View word page
ἐμπορικός
ἐμπορικός ἐμπορικός, ή, όν commercial, mercantile, Stesich.; ἐμπ. τέχνη ἐμπορία, Plat.; ἐμπ. δίκαι mercantile actions, Dem.; τὰ ἐμπ. χρήματα money to be used in trade, Dem. imported, foreign, Ar. from ἔμπορος

ShortDef

commercial, mercantile

Debugging

Headword:
ἐμπορικός
Headword (normalized):
ἐμπορικός
Headword (normalized/stripped):
εμπορικος
IDX:
10790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10793
Key:
e)mporiko/s

Data

{'content': 'ἐμπορικός\n ἐμπορικός, ή, όν\n commercial, mercantile, Stesich.; ἐμπ. τέχνη ἐμπορία, Plat.; ἐμπ. δίκαι mercantile actions, Dem.; τὰ ἐμπ. χρήματα money to be used in trade, Dem.\n imported, foreign, Ar.\n from ἔμπορος', 'key': 'e)mporiko/s'}