Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάω
Ἔμπουσα
ἔμπρακτος
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρίω
View word page
ἐμπορία
ἐμπορία ἐμπορία, ἡ, ἔμπορος commerce, trade, traffic, Hes., etc. a trade or business, NTest., Anth. merchandise, Xen., Dem.

ShortDef

commerce, trade, traffic

Debugging

Headword:
ἐμπορία
Headword (normalized):
ἐμπορία
Headword (normalized/stripped):
εμπορια
IDX:
10789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10792
Key:
e)mpori/a

Data

{'content': 'ἐμπορία\n ἐμπορία, ἡ,\n ἔμπορος\n commerce, trade, traffic, Hes., etc.\n a trade or business, NTest., Anth.\n merchandise, Xen., Dem.', 'key': 'e)mpori/a'}