Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάω
Ἔμπουσα
ἔμπρακτος
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
View word page
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτέα from ἐμπορεύομαι verb. adj. of ἐμπορεύομαι one must go or tramp, Ar.
ShortDef
one must go
Debugging
Headword:
ἐμπορευτέα
Headword (normalized):
ἐμπορευτέα
Headword (normalized/stripped):
εμπορευτεα
IDX:
10788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10791
Key:
e)mporeute/a
Data
{'content': 'ἐμπορευτέα\n from ἐμπορεύομαι\n verb. adj. of ἐμπορεύομαι\n one must go or tramp, Ar.', 'key': 'e)mporeute/a'}