Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάω
Ἔμπουσα
ἔμπρακτος
ἐμπρέπω
View word page
ἐμπόρευμα
ἐμπόρευμα ἐμπόρευμα, ατος, τό, merchandise, Xen. from ἐμπορεύομαι
ShortDef
merchandise
Debugging
Headword:
ἐμπόρευμα
Headword (normalized):
ἐμπόρευμα
Headword (normalized/stripped):
εμπορευμα
IDX:
10786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10789
Key:
e)mpo/reuma
Data
{'content': 'ἐμπόρευμα\n ἐμπόρευμα, ατος, τό,\n merchandise, Xen.\n from ἐμπορεύομαι', 'key': 'e)mpo/reuma'}