Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
ἐμπόριον
View word page
ἐμπολή
ἐμπολή ἐμ-πολή, ἡ, ἐν, πωλέω merchandise, Ar., Xen. traffic, purchase, Eur., Xen.
ShortDef
merchandise
Debugging
Headword:
ἐμπολή
Headword (normalized):
ἐμπολή
Headword (normalized/stripped):
εμπολη
IDX:
10781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10784
Key:
e)mpolh/
Data
{'content': 'ἐμπολή\n ἐμ-πολή, ἡ,\n ἐν, πωλέω\n merchandise, Ar., Xen.\n traffic, purchase, Eur., Xen.', 'key': 'e)mpolh/'}