Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
ἐμπορικός
View word page
ἐμπόλημα
ἐμπόλημα ἐμπόλημα, ατος, τό, ἐμπολάω matter of traffic, the freight of a ship, merchandise, Soph. (metaph.), Eur. gain made by traffic, Theophr.
ShortDef
matter of traffic, the freight of a ship, merchandise
Debugging
Headword:
ἐμπόλημα
Headword (normalized):
ἐμπόλημα
Headword (normalized/stripped):
εμπολημα
IDX:
10780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10783
Key:
e)mpo/lhma
Data
{'content': 'ἐμπόλημα\n ἐμπόλημα, ατος, τό,\n ἐμπολάω\n matter of traffic, the freight of a ship, merchandise, Soph. (metaph.), Eur.\n gain made by traffic, Theophr.', 'key': 'e)mpo/lhma'}