Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορία
View word page
ἐμπολεύς
ἐμπολεύς ἐμπολεύς, έως, a merchant, trafficker, Anth. from ἐμπολή

ShortDef

a merchant, trafficker

Debugging

Headword:
ἐμπολεύς
Headword (normalized):
ἐμπολεύς
Headword (normalized/stripped):
εμπολευς
IDX:
10779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10782
Key:
e)mpoleu/s

Data

{'content': 'ἐμπολεύς\n ἐμπολεύς, έως,\n a merchant, trafficker, Anth.\n from ἐμπολή', 'key': 'e)mpoleu/s'}