Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
View word page
ἐμπολέμιος
ἐμπολέμιος ἐμ-πολέμιος, ον ἐν pertaining to war, Hdt.

ShortDef

pertaining to war

Debugging

Headword:
ἐμπολέμιος
Headword (normalized):
ἐμπολέμιος
Headword (normalized/stripped):
εμπολεμιος
IDX:
10778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10781
Key:
e)mpole/mios

Data

{'content': 'ἐμπολέμιος\n ἐμ-πολέμιος, ον\n ἐν\n pertaining to war, Hdt.', 'key': 'e)mpole/mios'}