Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκιδνός
ἄκικυς
ἀκινάκης
ἀκίνδυνος
ἀκίνητος
ἄκιος
ἀκιρός
ἀκίς
ἀκίχητος
ἀκκίζομαι
ἀκκώ
ἄκλαστος
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
View word page
ἀκιρός
ἀκιρός prob. = ἀκιδνός, Theocr.
ShortDef
weak
Debugging
Headword:
ἀκιρός
Headword (normalized):
ἀκιρός
Headword (normalized/stripped):
ακιρος
IDX:
1078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1078
Key:
a)kiro/s
Data
{'content': 'ἀκιρός\n prob. = ἀκιδνός, Theocr.', 'key': 'a)kiro/s'}