Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
ἐμπολητός
ἔμπολις
View word page
ἐμπόδιος
ἐμπόδιος ἐμπόδιος, ον at oneʼs feet, coming in the way, meeting, ap. Plut. in the way, impeding, c. dat. pers., Eur.:—c. gen. rei, ἐμπ. εἶναι εἰρήνης Thuc.

ShortDef

at one's feet, coming in the way, meeting

Debugging

Headword:
ἐμπόδιος
Headword (normalized):
ἐμπόδιος
Headword (normalized/stripped):
εμποδιος
IDX:
10773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10776
Key:
e)mpo/dios

Data

{'content': 'ἐμπόδιος\n ἐμπόδιος, ον\n at oneʼs feet, coming in the way, meeting, ap. Plut.\n in the way, impeding, c. dat. pers., Eur.:—c. gen. rei, ἐμπ. εἶναι εἰρήνης Thuc.', 'key': 'e)mpo/dios'}