Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
ἐμπολή
View word page
ἔμπνοος
ἔμπνοος from ἐμπνέω with the breath in one, breathing, alive, Hdt., Attic
ShortDef
with the breath in one, alive
Debugging
Headword:
ἔμπνοος
Headword (normalized):
ἔμπνοος
Headword (normalized/stripped):
εμπνοος
IDX:
10771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10774
Key:
e)/mpnous
Data
{'content': 'ἔμπνοος\n from ἐμπνέω\n with the breath in one, breathing, alive, Hdt., Attic', 'key': 'e)/mpnous'}