Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεύς
ἐμπόλημα
View word page
ἔμπνοια
ἔμπνοια ἔμπνοια, ἡ, from ἐμπνέω inbreathing, inspiration, Luc.
ShortDef
inbreathing, inspiration
Debugging
Headword:
ἔμπνοια
Headword (normalized):
ἔμπνοια
Headword (normalized/stripped):
εμπνοια
IDX:
10770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10773
Key:
e)/mpnoia
Data
{'content': 'ἔμπνοια\n ἔμπνοια, ἡ,\n from ἐμπνέω\n inbreathing, inspiration, Luc.', 'key': 'e)/mpnoia'}