Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμπλέκω
ἔμπλεος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολέμιος
View word page
ἐμπληστέος
ἐμπληστέος ἐμπληστέος, α, ον verb. adj. of ἐμπίμπλημι, to be filled with, τινός Plat.

ShortDef

to be filled with

Debugging

Headword:
ἐμπληστέος
Headword (normalized):
ἐμπληστέος
Headword (normalized/stripped):
εμπληστεος
IDX:
10768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10771
Key:
e)mplhste/os

Data

{'content': 'ἐμπληστέος\n ἐμπληστέος, α, ον\n verb. adj. of ἐμπίμπλημι,\n to be filled with, τινός Plat.', 'key': 'e)mplhste/os'}