Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπλάσσω
ἐμπλέκω
ἔμπλεος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμποδών
ἐμποιέω
View word page
ἔμπλην
ἔμπλην adverbstrengthd. for πλήν, besides, except, c. gen., Archil.
ShortDef
near, next, close by
besides, except
Debugging
Headword:
ἔμπλην
Headword (normalized):
ἔμπλην
Headword (normalized/stripped):
εμπλην
IDX:
10765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10768
Key:
e)/mplhn2
Data
{'content': 'ἔμπλην\nadverbstrengthd. for πλήν,\n besides, except, c. gen., Archil.', 'key': 'e)/mplhn2'}