Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπίμπρημι
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπλάσσω
ἐμπλέκω
ἔμπλεος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
View word page
ἔμπληκτος
ἔμπληκτος ἔμπληκτος, ον ἐμπλήσσω stunned, amazed, stupefied, Lat. attonitus, Xen., Plut. unstable, capricious, Soph., Eur. adv. -τως, rashly; τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ startling rapidity of action, Thuc.
ShortDef
stunned, amazed, stupefied
Debugging
Headword:
ἔμπληκτος
Headword (normalized):
ἔμπληκτος
Headword (normalized/stripped):
εμπληκτος
IDX:
10763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10766
Key:
e)/mplhktos
Data
{'content': 'ἔμπληκτος\n ἔμπληκτος, ον\n ἐμπλήσσω\n stunned, amazed, stupefied, Lat. attonitus, Xen., Plut.\n unstable, capricious, Soph., Eur.\n adv. -τως, rashly; τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ startling rapidity of action, Thuc.', 'key': 'e)/mplhktos'}