Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπίνω
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπλάσσω
ἐμπλέκω
ἔμπλεος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
ἔμπνοια
ἔμπνοος
View word page
ἐμπλήγδην
ἐμπλήγδην adverbἐμπλήσσω madly, rashly, Od.
ShortDef
madly, rashly
Debugging
Headword:
ἐμπλήγδην
Headword (normalized):
ἐμπλήγδην
Headword (normalized/stripped):
εμπληγδην
IDX:
10761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10764
Key:
e)mplh/gdhn
Data
{'content': 'ἐμπλήγδην\n adverbἐμπλήσσω\n madly, rashly, Od.', 'key': 'e)mplh/gdhn'}