Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔμπηρος
ἐμπικραίνομαι
ἐμπίνω
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπλάσσω
ἐμπλέκω
ἔμπλεος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπνέω
View word page
ἔμπλεος
ἔμπλεος ἔμπλεως, ων ἔμπλειος, η, ον Epic quite full of a thing, Od., Hdt., etc.

ShortDef

quite full of

Debugging

Headword:
ἔμπλεος
Headword (normalized):
ἔμπλεος
Headword (normalized/stripped):
εμπλεος
IDX:
10759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10762
Key:
e)/mpleos

Data

{'content': 'ἔμπλεος\n ἔμπλεως, ων\n ἔμπλειος, η, ον Epic\n quite full of a thing, Od., Hdt., etc.', 'key': 'e)/mpleos'}