ἔμπλεος
ἔμπλεος
ἔμπλεως, ων
ἔμπλειος, η, ον Epic
quite full of a thing, Od., Hdt., etc.
{
"content": "ἔμπλεος\n ἔμπλεως, ων\n ἔμπλειος, η, ον Epic\n quite full of a thing, Od., Hdt., etc.",
"key": "e)/mpleos"
}