Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἔμπηρος
ἐμπικραίνομαι
ἐμπίνω
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπλάσσω
ἐμπλέκω
ἔμπλεος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἐμπληξία
ἐμπλήσσω
View word page
ἐμπλάσσω
ἐμπλάσσω fut. -πλάσω to plaster up, Hdt.
ShortDef
to plaster up
Debugging
Headword:
ἐμπλάσσω
Headword (normalized):
ἐμπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
εμπλασσω
IDX:
10757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10760
Key:
e)mpla/ssw
Data
{'content': 'ἐμπλάσσω\n fut. -πλάσω\n to plaster up, Hdt.', 'key': 'e)mpla/ssw'}