Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔμπεδος
ἐμπεδόω
ἐμπείραμος
ἐμπειρία
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριπατέω
ἐμπερόνημα
ἐμπετάννυμι
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἔμπηρος
ἐμπικραίνομαι
ἐμπίνω
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
View word page
ἐμπετάννυμι
ἐμπετάννυμι or -ύω fut. -πετάσω ἐν to unfold and spread in or on, Xen.

ShortDef

to unfold and spread in

Debugging

Headword:
ἐμπετάννυμι
Headword (normalized):
ἐμπετάννυμι
Headword (normalized/stripped):
εμπεταννυμι
IDX:
10746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10749
Key:
e)mpeta/nnumi

Data

{'content': 'ἐμπετάννυμι\n or -ύω\n fut. -πετάσω\n ἐν\n to unfold and spread in or on, Xen.', 'key': 'e)mpeta/nnumi'}