Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδόω
ἐμπείραμος
ἐμπειρία
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριπατέω
ἐμπερόνημα
ἐμπετάννυμι
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἔμπηρος
ἐμπικραίνομαι
ἐμπίνω
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπίπτω
View word page
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπατέω fut. ήσω ἐν to walk about in, Luc.:— absol. to walk about, Luc.
ShortDef
to walk about in
Debugging
Headword:
ἐμπεριπατέω
Headword (normalized):
ἐμπεριπατέω
Headword (normalized/stripped):
εμπεριπατεω
IDX:
10744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10747
Key:
e)mperipate/w
Data
{'content': 'ἐμπεριπατέω\n fut. ήσω\n ἐν\n to walk about in, Luc.:— absol. to walk about, Luc.', 'key': 'e)mperipate/w'}