Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπατέω
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδόω
ἐμπείραμος
ἐμπειρία
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριπατέω
ἐμπερόνημα
ἐμπετάννυμι
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἔμπηρος
ἐμπικραίνομαι
ἐμπίνω
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
View word page
ἐμπέραμος
ἐμπέραμος ἐμπέρᾰμος, ον = ἔμπειρος, skilled in the use of a thing, c. gen., Anth.; also ἐμπείραμος, Anth.
ShortDef
skilled in the use of
Debugging
Headword:
ἐμπέραμος
Headword (normalized):
ἐμπέραμος
Headword (normalized/stripped):
εμπεραμος
IDX:
10743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10746
Key:
e)mpe/ramos
Data
{'content': 'ἐμπέραμος\n ἐμπέρᾰμος, ον\n = ἔμπειρος,\n skilled in the use of a thing, c. gen., Anth.; also ἐμπείραμος, Anth.', 'key': 'e)mpe/ramos'}