Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔμπας
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδόω
ἐμπείραμος
ἐμπειρία
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριπατέω
ἐμπερόνημα
ἐμπετάννυμι
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἔμπηρος
ἐμπικραίνομαι
ἐμπίνω
View word page
ἐμπελαδόν
ἐμπελαδόν adverbnear, hard by, c. dat., Hes. from ἐμπελάζω

ShortDef

near, hard by

Debugging

Headword:
ἐμπελαδόν
Headword (normalized):
ἐμπελαδόν
Headword (normalized/stripped):
εμπελαδον
IDX:
10741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10744
Key:
e)mpelado/n

Data

{'content': 'ἐμπελαδόν\nadverbnear, hard by, c. dat., Hes.\n from ἐμπελάζω', 'key': 'e)mpelado/n'}