Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμπαρέχω
ἐμπαροινέω
ἔμπας
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδόω
ἐμπείραμος
ἐμπειρία
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριπατέω
ἐμπερόνημα
ἐμπετάννυμι
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἔμπηρος
View word page
ἐμπειρία
ἐμπειρία ἐμπειρία, ἡ, experience, Eur., Thuc., etc. c. gen. rei, experience in, acquaintance with, Thuc., etc.; also, ἐμπ. περί τι Xen. from ἔμπειρος

ShortDef

experience

Debugging

Headword:
ἐμπειρία
Headword (normalized):
ἐμπειρία
Headword (normalized/stripped):
εμπειρια
IDX:
10739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10742
Key:
e)mpeiri/a

Data

{'content': 'ἐμπειρία\n ἐμπειρία, ἡ,\n experience, Eur., Thuc., etc.\n c. gen. rei, experience in, acquaintance with, Thuc., etc.; also, ἐμπ. περί τι Xen.\n from ἔμπειρος', 'key': 'e)mpeiri/a'}