Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
ἐμπαροινέω
ἔμπας
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδόω
ἐμπείραμος
ἐμπειρία
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριπατέω
ἐμπερόνημα
ἐμπετάννυμι
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
View word page
ἐμπείραμος
ἐμπείραμος ἐμπείρᾰμος, ον poet. for ἐμπέραμος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐμπείραμος
Headword (normalized):
ἐμπείραμος
Headword (normalized/stripped):
εμπειραμος
IDX:
10738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10741
Key:
e)mpei/ramos
Data
{'content': 'ἐμπείραμος\n ἐμπείρᾰμος, ον\n poet. for ἐμπέραμος.', 'key': 'e)mpei/ramos'}