Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμπακτόω
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
ἐμπαροινέω
ἔμπας
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδόω
ἐμπείραμος
ἐμπειρία
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριπατέω
ἐμπερόνημα
View word page
ἐμπεδορκέω
ἐμπεδορκέω fut. ήσω to abide by oneʼs oath, Hdt., Xen.
ShortDef
to abide by one's oath
Debugging
Headword:
ἐμπεδορκέω
Headword (normalized):
ἐμπεδορκέω
Headword (normalized/stripped):
εμπεδορκεω
IDX:
10735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10738
Key:
e)mpedorke/w
Data
{'content': 'ἐμπεδορκέω\n fut. ήσω\n to abide by oneʼs oath, Hdt., Xen.', 'key': 'e)mpedorke/w'}