Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
ἐμπαροινέω
ἔμπας
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
View word page
ἐμπαλάσσομαι
ἐμπαλάσσομαι Pass. to be entangled in, Hdt.: absol., ἐμπαλασσόμενοι entangled one with another, Thuc.
ShortDef
to be entangled in
Debugging
Headword:
ἐμπαλάσσομαι
Headword (normalized):
ἐμπαλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπαλασσομαι
IDX:
10726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10729
Key:
e)mpala/ssomai
Data
{'content': 'ἐμπαλάσσομαι\n Pass. to be entangled in, Hdt.: absol., ἐμπαλασσόμενοι entangled one with another, Thuc.', 'key': 'e)mpala/ssomai'}