Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
ἐμπαροινέω
ἔμπας
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἔμπεδα
ἐμπεδορκέω
View word page
ἐμπακτόω
ἐμπακτόω fut. ώσω ἐν to close by stuffing in or caulking, Hdt.

ShortDef

to close by stuffing in

Debugging

Headword:
ἐμπακτόω
Headword (normalized):
ἐμπακτόω
Headword (normalized/stripped):
εμπακτοω
IDX:
10725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10728
Key:
e)mpakto/w

Data

{'content': 'ἐμπακτόω\n fut. ώσω\n ἐν\n to close by stuffing in or caulking, Hdt.', 'key': 'e)mpakto/w'}