Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
ἐμπαροινέω
ἔμπας
View word page
ἐμπαίκτης
ἐμπαίκτης from ἐμπαίζω ἐμπαίκτης, ου, a mocker, deceiver, NTest.
ShortDef
a mocker, deceiver
Debugging
Headword:
ἐμπαίκτης
Headword (normalized):
ἐμπαίκτης
Headword (normalized/stripped):
εμπαικτης
IDX:
10721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10724
Key:
e)mpai/kths
Data
{'content': 'ἐμπαίκτης\n from ἐμπαίζω\n ἐμπαίκτης, ου,\n a mocker, deceiver, NTest.', 'key': 'e)mpai/kths'}