Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
View word page
ἔμπαιγμα
ἔμπαιγμα ἔμπαιγμα, ατος, τό, mockery, NTest. from ἐμπαίζω

ShortDef

mockery

Debugging

Headword:
ἔμπαιγμα
Headword (normalized):
ἔμπαιγμα
Headword (normalized/stripped):
εμπαιγμα
IDX:
10719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10722
Key:
e)/mpaigma

Data

{'content': 'ἔμπαιγμα\n ἔμπαιγμα, ατος, τό,\n mockery, NTest.\n from ἐμπαίζω', 'key': 'e)/mpaigma'}