Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἐμπαίω
View word page
ἔμμοχθος
ἔμμοχθος ἔμ-μοχθος, ον ἐν toilsome, βίοτος Eur.

ShortDef

toilsome

Debugging

Headword:
ἔμμοχθος
Headword (normalized):
ἔμμοχθος
Headword (normalized/stripped):
εμμοχθος
IDX:
10714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10717
Key:
e)/mmoxqos

Data

{'content': 'ἔμμοχθος\n ἔμ-μοχθος, ον\n ἐν\n toilsome, βίοτος Eur.', 'key': 'e)/mmoxqos'}