Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
View word page
ἔμμορος
ἔμμορος ἔμ-μορος, ον ἐν, μείρομαι partaking in, endued with a thing, c. gen., Od. (μόρος) fortunate, Anth.
ShortDef
partaking in, endued with
Debugging
Headword:
ἔμμορος
Headword (normalized):
ἔμμορος
Headword (normalized/stripped):
εμμορος
IDX:
10711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10714
Key:
e)/mmoros
Data
{'content': 'ἔμμορος\n ἔμ-μορος, ον\n ἐν, μείρομαι\n partaking in, endued with a thing, c. gen., Od.\n (μόρος) fortunate, Anth.', 'key': 'e)/mmoros'}