Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαίζω
View word page
ἔμμονος
ἔμμονος ἔμμονος, ον ἐμμένω abiding by, steadfast, Xen.; ἔμμ. τινι abiding by a thing, Xen.

ShortDef

abiding by, steadfast

Debugging

Headword:
ἔμμονος
Headword (normalized):
ἔμμονος
Headword (normalized/stripped):
εμμονος
IDX:
10710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10713
Key:
e)/mmonos

Data

{'content': 'ἔμμονος\n ἔμμονος, ον\n ἐμμένω\n abiding by, steadfast, Xen.; ἔμμ. τινι abiding by a thing, Xen.', 'key': 'e)/mmonos'}