Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
View word page
ἐμμονή
ἐμμονή ἐμμονή, ἡ, ἐμμένω an abiding by, cleaving to, τινος Plat.
ShortDef
an abiding by, cleaving to
Debugging
Headword:
ἐμμονή
Headword (normalized):
ἐμμονή
Headword (normalized/stripped):
εμμονη
IDX:
10709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10712
Key:
e)mmonh/
Data
{'content': 'ἐμμονή\n ἐμμονή, ἡ,\n ἐμμένω\n an abiding by, cleaving to, τινος Plat.', 'key': 'e)mmonh/'}