Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμός
ἐμπάζομαι
View word page
ἐμμείγνυμι
ἐμμείγνυμι ἐν mid. ἐμμ(ε)ίγνυμαι to be mixed or mingled in, Aesch. intr. in Act. to encounter, c. dat., Soph.

ShortDef

mingle

Debugging

Headword:
ἐμμείγνυμι
Headword (normalized):
ἐμμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εμμειγνυμι
IDX:
10707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10710
Key:
e)mmi/gnumai

Data

{'content': 'ἐμμείγνυμι\n ἐν\n mid. ἐμμ(ε)ίγνυμαι to be mixed or mingled in, Aesch.\n intr. in Act. to encounter, c. dat., Soph.', 'key': 'e)mmi/gnumai'}