Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
View word page
ἔμμετρος
ἔμμετρος ἔμ-μετρος, ον ἐν, μέτρον in measure, proportioned, suitable, moderate, Plat. in metre, metrical, Plat.
ShortDef
in measure, proportioned, suitable, moderate
Debugging
Headword:
ἔμμετρος
Headword (normalized):
ἔμμετρος
Headword (normalized/stripped):
εμμετρος
IDX:
10703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10706
Key:
e)/mmetros
Data
{'content': 'ἔμμετρος\n ἔμ-μετρος, ον\n ἐν, μέτρον\n in measure, proportioned, suitable, moderate, Plat.\n in metre, metrical, Plat.', 'key': 'e)/mmetros'}