Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
View word page
ἐμμετρία
ἐμμετρία ἐμμετρία, ἡ, fit measure, proportion, Plat. from ἔμμετρος
ShortDef
fit measure, proportion
Debugging
Headword:
ἐμμετρία
Headword (normalized):
ἐμμετρία
Headword (normalized/stripped):
εμμετρια
IDX:
10702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10705
Key:
e)mmetri/a
Data
{'content': 'ἐμμετρία\n ἐμμετρία, ἡ,\n fit measure, proportion, Plat.\n from ἔμμετρος', 'key': 'e)mmetri/a'}