Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
View word page
ἐμμενής
ἐμμενής ἐμμενής, ές abiding in: neut. ἐμμενές as adv., ἐμμενὲς αἰεί unceasing ever, Hom.:—so ἐμμενέως, Hes. from ἐμμένω

ShortDef

abiding in

Debugging

Headword:
ἐμμενής
Headword (normalized):
ἐμμενής
Headword (normalized/stripped):
εμμενης
IDX:
10700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10703
Key:
e)mmenh/s

Data

{'content': 'ἐμμενής\n ἐμμενής, ές\n abiding in: neut. ἐμμενές as adv., ἐμμενὲς αἰεί unceasing ever, Hom.:—so ἐμμενέως, Hes.\n from ἐμμένω', 'key': 'e)mmenh/s'}