Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἐμμείγνυμι
ἔμμισθος
View word page
ἐμμεμαώς
ἐμμεμαώς ἐν, Μάω in eager haste, eager, of persons, Il.

ShortDef

in eager haste, eager

Debugging

Headword:
ἐμμεμαώς
Headword (normalized):
ἐμμεμαώς
Headword (normalized/stripped):
εμμεμαως
IDX:
10698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10701
Key:
e)mmemaw/s

Data

{'content': 'ἐμμεμαώς\n ἐν, Μάω\n in eager haste, eager, of persons, Il.', 'key': 'e)mmemaw/s'}