Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκηδής
ἀκήλητος
ἄκημα
ἀκήν
ἀκή
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκιδνός
ἄκικυς
ἀκινάκης
ἀκίνδυνος
ἀκίνητος
ἄκιος
ἀκιρός
ἀκίς
ἀκίχητος
View word page
ἀκήρωτος
ἀκήρωτος κηρόω unwaxed, Luc.

ShortDef

unwaxed

Debugging

Headword:
ἀκήρωτος
Headword (normalized):
ἀκήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ακηρωτος
IDX:
1070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1070
Key:
a)kh/rwtos

Data

{'content': 'ἀκήρωτος\n κηρόω\n unwaxed, Luc.', 'key': 'a)kh/rwtos'}