Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐμμαίνομαι
ἐμέω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἔμμηνος
ἔμμητρος
View word page
ἐμμελέτημα
ἐμμελέτημα from ἐμμελετάω ἐμμελέτημα, ατος, τό, an exercise, a practice, Anth.

ShortDef

an exercise, a practice

Debugging

Headword:
ἐμμελέτημα
Headword (normalized):
ἐμμελέτημα
Headword (normalized/stripped):
εμμελετημα
IDX:
10696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10699
Key:
e)mmele/thma

Data

{'content': 'ἐμμελέτημα\n from ἐμμελετάω\n ἐμμελέτημα, ατος, τό,\n an exercise, a practice, Anth.', 'key': 'e)mmele/thma'}